δεκάστιχος

δεκάστιχος
-η, -ο (AM δεκάστιχος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από δέκα στίχους
2. το ουδ. ως ουσ. ποίημα ή απόσπασμα με δέκα στίχους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δεκάστιχος — η, ο αυτός που αποτελείται από δέκα στίχους: Το ποίημα που έγραψα είναι δεκάστιχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκαστίχῳ — δεκάστιχος containing ten lines masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”